- εξίκμαση
- η (AM ἐξίκμασις) [εξικμάζω]αποξήρανση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξικμάσῃ — ἐξικμάσηι , ἐξίκμασις drying fem dat sg (epic) ἐξικμάζω send forth moisture aor subj mid 2nd sg ἐξικμάζω send forth moisture aor subj act 3rd sg ἐξικμάζω send forth moisture fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… … Dictionary of Greek
εξικμαστικός — ἐξικμαστικός, ή, όν (Α) [εξίκμαση] αυτός που έχει την ιδιότητα να απορροφά την υγρασία από ένα σώμα, αποξηραντικός … Dictionary of Greek